- τροπιδεῖον
- τροπ-ῐδεῖον, τό,A = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay the keel, Pl.Lg.803a; v. l. τροπίδια, cf. Poll.1.85, Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροπιδείον — τὸ, Α 1. τρόπιδα, καρίνα 2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» τοποθετώ την τρόπιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα εῖον (πρβλ. φορ εῖον)] … Dictionary of Greek
τροπιδεῖα — τροπιδεῖον the keel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)